- φυκῖτις
- φῡκῖτις, ιδος, ἡ,A a precious stone, so called from its colour, Plin. HN37.180.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυκίτις — ίτιδος, ἡ, Α είδος πολύτιμου λίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < φῦκος + κατάλ. ίτης* / ῖτις (πρβλ. ὀνυχ ίτης / ῖτις)] … Dictionary of Greek